- γογγυλοειδής
- γογγῠλοειδής, ές,A roundish, Sch.Nic.Th.855. Adv.
-δῶς Dsc.5.18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-δῶς Dsc.5.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γογγυλοειδής — ές (Α γογγυλοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα γογγυλιού … Dictionary of Greek
γογγυλοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όμοιος με γογγύλη, σφαιρικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γογγυλοειδεῖς — γογγυλοειδής roundish masc/fem acc pl γογγυλοειδής roundish masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλοειδῶς — γογγυλοειδής roundish adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλώδης — γογγυλώδης, ες (Μ) ο γογγυλοειδής … Dictionary of Greek